κάσσις

κάσσις
και κασσίς, -ίδος, η (Μ κάσσις)
νεοελλ.
ζωολ. γένος μαλακίων τής οικογένειας τών ταινιγλωσσιδών
μσν.
1. κράνος, περικεφαλαία
2. μέρος τής εξωτερικής επενδύσεως τών πλοίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Goldstreifiger Schildkäfer — Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung …   Deutsch Wikipedia

  • κασίδα — και κασσίδα και κατσίδα, ἡ (Μ κασ[σ]ίδα) κοινή ονομασία τής νόσου αχώρ ή άχωρ, μολυσματική αρρώστια τού τριχωτού τού δέρματος τού κεφαλιού νεοελλ. φρ. α) «το γαρούφαλο στ αφτί κι η κασίδα στην κορφή» για φτωχούς που ζητούν μεγαλεία β) «τόν τρώει… …   Dictionary of Greek

  • κασσίδι — και κασ(σ)ίδι(ο)ν και κασίδι τὸ (Μ) περικεφαλαία, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίς + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γλωσσ ίδιον, σωματ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”