- κάσσις
- και κασσίς, -ίδος, η (Μ κάσσις)νεοελλ.ζωολ. γένος μαλακίων τής οικογένειας τών ταινιγλωσσιδώνμσν.1. κράνος, περικεφαλαία2. μέρος τής εξωτερικής επενδύσεως τών πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].
Dictionary of Greek. 2013.